Τα κατάγματα λόγω οστεοπόρωσης θεωρούνται παθολογικά διότιπροέρχονται από άσκηση βίας χαμηλής ενεργείας με συνηθέστερη αιτία τις πτώσειςπου είναι συχνότερες στους ηλικιωμένους ασθενείς. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνοτο 1/3 των ατόμων άνω των 65 ετών υπόκεινται σε πτώσεις εκ των οποίων 5%καταλήγουν σε κατάγματα (με συχνότερα τα κατάγματα ισχίου που είναι και τα πιοδαπανηρά στην αντιμετώπισή τους).
Με βάση νεότερα επιδημιολογικά δεδομένα που ανακοινώθηκανστο Παγκόσμιο Συνέδριο της Διεθνούς Οργάνωσης για την Οστεοπόρωση (IOF), πουέλαβε χώρα στην Σεβίλλη της Ισπανίας, περίπου 8,9 εκατομμύρια κατάγματασυμβαίνουν κάθε χρόνο στον πλανήτη (αντιστοιχεί σε συχνότητα περίπου 1000καταγμάτων την ώρα !) με τα 2/3 των καταγμάτων να συμβαίνουν στις γυναίκες.Ειδικά στην Ευρώπη σημειώνεται ποσοστό καταγμάτων μεγαλύτερο του 1/3 τουσυνόλου παγκοσμίως. Την τελευταία δεκαετία έχει παρατηρηθεί μια ραγδαία αύξησητου αριθμού των οστεοπορωτικών καταγμάτων κυρίως στον Δυτικό κόσμο κάτι πουεξηγείται από την αύξηση του μέσου όρου ζωής σε συνδυασμό με την καθιστική ζωήκαι έλλειψη φυσικής άσκησης που είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σύγχρονουτρόπου ζωής. Αξιοσημείωτη επίσης είναι και η σημαντική αύξηση της νοσηρότηταςκαι θνησιμότητας της νόσου. Το 2010 ο αριθμός των θανάτων στην Ευρώπη που είχανσαν βασική αιτία τα οστεοπορωτικά κατάγματα ξεπέρασε τις 43.000 με τα κατάγματατου ισχίου να αποτελούν το 50 % του ανωτέρω αριθμού. Στην Ελλάδα το 2010 ησυχνότητα των καταγμάτων ισχίου ήταν περίπου 140/100.000 πληθυσμού,κατατάσσοντας την στην 1η δεκάδα της Ευρωπαϊκής ένωσης.
Τι γίνεται όμως με την διάγνωση και αντιμετώπιση της νόσου;Ακρογωνιαίος λίθος της διάγνωσης της οστεοπόρωσης είναι η μέτρηση της οστικήςπυκνότητας η οποία πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο σε άντρες και γυναίκες άνω των60 ετών. Ο ελάχιστος αριθμός μετρητών οστικής πυκνότητας που πρέπει να έχει ένακράτος για να καλύπτει πλήρως τις ανάγκες παρακολούθησης (screening) τουπληθυσμού είναι 10,6 μετρητές/ εκατομμύριο πληθυσμού. Η Ελλάδα καταλαμβάνει τηνδεύτερη θέση πανευρωπαϊκά με ποσοστό περίπου 38 μετρητές/ εκατομμύριο. Αυτόδικαιολογεί και τον συγκριτικά μικρό χρόνο αναμονής για μέτρηση οστικήςπυκνότητας (περίπου 11 ημέρες, 9η θέση στην Ευρώπη των 27) σε σχέση με τονπανευρωπαϊκό μέσο όρο που φτάνει τις 29 ημέρες.
Σημαντικός προγνωστικός δείκτης οστεοπόρωσης αποτελεί και η10-ετης πιθανότητα κατάγματος, δηλαδή η πιθανότητα να υποστεί ένας ασθενήςοστεοπορωτικό κάταγμα την επόμενη δεκαετία μετά από την μέτρηση. Με βάσηαποτελέσματα έρευνας που ανακοινώθηκε στο ανωτέρω Συνέδριο ο δείκτης αυτόςκαθορίζεται τόσο από τις εργαστηριακές εξετάσεις του ασθενούς για την μέτρησητης οστικής πυκνότητας. όσο και από την γεωγραφική θέση καθώς παρατηρείται μιακαλύτερη προγνωσιμότητα στην Νότια σε σχέση με την Βόρεια Ευρώπη κάτι πουμπορεί να αιτιολογηθεί από την θετική επίδραση του ηλιακού φωτός στα επίπεδατης βιταμίνης D στο αίμα, μιας βιταμίνης με καθοριστικό ρόλο στην οστική πυκνότητα.
Αναφορικά με τη συνολικές κρατικές δαπάνες για τηναντιμετώπιση των οστεοπορωτικών καταγμάτων ανήλθε στην χώρα μας, με βάση ταστοιχεία του 2010 στα 680 εκατ. ευρώ που αντιστοιχεί σε περίπου 60 ευρώ ανάάτομα, χαμηλότερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (75 ευρώ/ άτομο), στοιχείο που σεσυνδυασμό με τα προαναφερθέντα συνηγορεί στο συμπέρασμα ότι στην χώρα μαςυπάρχει υψηλό επίπεδο παρακολούθησης και πρόληψης της οστεοπόρωσης, ιδίως στιςγυναίκες, και υπάρχει καλή συμμόρφωση στην λήψη της συνταγογραφούμενης αγωγής απότους ασθενείς .